- ἀμπελουργική
- ἀμπελουργικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπελουργικός — ή, ό (Α ἀμπελουργικός, ή, ὸν) [ἀμπελουργός] 1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική η τέχνη τής αμπελοκαλλιέργειας και τού αμπελουργού, η αμπελουργία … Dictionary of Greek
πορτό — το, Ν άκλ. τύπος γλυκού κρασιού που ανήκει στην κατηγορία τών καθαυτό ειδικών οίνων και προέρχεται από μια αυστηρώς καθοριζόμενη από τον νόμο αμπελουργική ζώνη τής κοιλάδας Ντούρο τής Βόρειας Πορτογαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Oportu τής… … Dictionary of Greek